- επέκταμα
- το надставка, надставленный кусок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επέκταμα — το [επεκτείνω] αυτό που προσαρμόζεται σ ένα αντικείμενο για προέκταση, προσθήκη … Dictionary of Greek
τσόντα — η (λ. ιταλ.) 1. πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε φόρεμα για μεγάλωμά του. 2. μτφ., πρόσθετο κομμάτι σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, προσθήκη, επέκταμα, παρέκταμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)